παρουσιάζω

παρουσιάζω
παρουσίασα, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος
1. δείχνω, προσκομίζω: Παρουσίασε ως μάρτυρες τους γείτονές του.
2. συστήνω, γνωρίζω κάποιον σε άλλον ή σε άλλους: Ο Γυμνασιάρχης παρουσίασε στους μαθητές το νέο τους καθηγητή.
3. μέσ., παρουσιάζομαι εμφανίζομαι, έρχομαι ο ίδιος κάπου ή μπροστά σε κάποιον: Παρουσιάστηκε μια παράξενη αρρώστια στα καπνά φέτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρουσιάζω — παρουσιάζω, παρουσίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζοντα — παρουσιάζω to be present pres part act neut nom/voc/acc pl παρουσιάζω to be present pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάζοντι — παρουσιάζω to be present pres part act masc/neut dat sg παρουσιάζω to be present pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπαρουσιάζομαι — παρουσιάζω ή συνιστώ τον εαυτό μου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • λανσάρω — παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, θέτω σε κυκλοφορία, διαδίδω, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lancer < μεταγενέστ. λατ. lanceare «χρησιμοποιώ τη λόγχη»] …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζειν — παρουσιάζω to be present pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάζοντος — παρουσιάζω to be present pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάσαντες — παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάσαντος — παρουσιάζω to be present aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”