- παρουσιάζω
- παρουσίασα, παρουσιάστηκα, παρουσιασμένος1. δείχνω, προσκομίζω: Παρουσίασε ως μάρτυρες τους γείτονές του.2. συστήνω, γνωρίζω κάποιον σε άλλον ή σε άλλους: Ο Γυμνασιάρχης παρουσίασε στους μαθητές το νέο τους καθηγητή.3. μέσ., παρουσιάζομαι εμφανίζομαι, έρχομαι ο ίδιος κάπου ή μπροστά σε κάποιον: Παρουσιάστηκε μια παράξενη αρρώστια στα καπνά φέτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.